- μέτοικος
- Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση της Αθήνας, στη διάρκεια των κλασικών χρόνων. Χάρη στους μ. και στους δούλους, οι Αθηναίοι είχαν ελεύθερο χρόνο, τον οποίο αφιέρωναν στην ενασχόλησή τους με τα κοινά.
Οι μ. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων κατοίκων, βρίσκονταν καταχωρημένοι σε επίσημο κατάλογο και ξεχώριζαν από το πλήθος των ξένων και των περαστικών, γιατί λάμβαναν άδεια παραμονής διαρκείας, με την προϋπόθεση ότι θα πλήρωναν κανονικά το μετοίκιο, έναν ετήσιο φόρο 12 δρχ. για τους άντρες και 6 για τις χήρες. Αν ένας μ. δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να πληρώσει το μετοίκιο, γινόταν δούλος. Ακόμη ο κάθε μ. ήταν υποχρεωμένος να ορίσει έναν Αθηναίο πολίτη, ως εκπρόσωπό του κυρίως στα δικαστήρια· αυτός ο πολίτης χαρακτηριζόταν προστάτης του. Ανάλογα με την υπόληψη του προστάτη, εκτιμούσαν και τον μ., οπότε, αν ο μ. δεν διέθετε προστάτη, είχαν δικαίωμα να τον καταγγείλουν και, αν καταδικαζόταν, του δήμευαν τόσο την κινητή περιουσία του όσο και τους δούλους του. Ο νόμος απαγόρευε στους μ. την κατοχή ακίνητης ιδιοκτησίας, αφού η πόλη εξασφάλιζε την περιουσία τους, παρέχοντάς τους το δικαίωμα να εκδικάζουν υποθέσεις σχετικές με τους απελευθερωμένους δούλους τους, καθώς και εμπορικές υποθέσεις. Στον πολέμαρχο, ο οποίος φρόντιζε γενικά τα συμφέροντα των μ., η πολιτεία είχε αναθέσει την εκδίκαση των ιδιωτικών υποθέσεών τους ή την εισήγηση για τον αδικούμενο μ. της σχετικής δίκης σε δημόσιο δικαστήριο. Την εκτίμηση της περιουσίας τελούσαν ειδικοί υπάλληλοι, που ονομάζονταν επιγράφεις, και προέβαιναν σε επιβαρύνσεις ανάλογα με τα εισοδήματα, οι οποίες περιλάμβαναν εισφορές προς το δημόσιο (για παράδειγμα τη χορηγία, οργάνωση, διδαχή και συντήρηση του χορού των τραγωδιών, καθώς και τα διάφορα έξοδα θεατρικών παραστάσεων στα Μεγάλα Διονύσια).
Οι μ. είχαν τις ίδιες στρατιωτικές υποχρεώσεις με τους Αθηναίους, αλλά δεν γίνονταν ποτέ ιππείς, ακόμα και αν είχαν την καθορισμένη από τον Σόλωνα περιουσία της τάξης. Μπορούσαν ακόμη να αποτελούν μέλη του πληρώματος πλοίων, αλλά ποτέ δεν τους ανέθεταν τα έξοδα της τριηραρχίας (κατασκευή, εξοπλισμό, συντήρηση τριήρους) γιατί ο τριήραρχος ήταν και κυβερνήτης του πλοίου. Εκτός από την ανάληψη λειτουργιών, οι εμπορευόμενοι μ. πλήρωναν επιπλέον και το λεγόμενο ξενικό τέλος.
Επιδίωξη των μ. ήταν η οικονομική εξίσωση με τους Αθηναίους πολίτες, δηλαδή να γίνουν ισοτελείς και να τους παραχωρηθεί το δικαίωμα κατοχής γης, πράγμα που ήταν εφικτό, αν αναλάμβαναν, πολλές φορές, κάποια χορηγία και αν εκτελούσαν έργα κοινής ωφελείας, ώστε να ανακηρυχθούν σε δημοτικούς ευεργέτες. Κάποιες φορές οι ίδιοι οι Αθηναίοι, χωρίς να προηγηθούν αιτήσεις των μ., τους καθιστούσαν ισοτελείς ή τους παραχωρούσαν ατέλεια στο μετοίκιο. Γεγονός, ωστόσο, είναι ότι οι Αθηναίοι, παρά τη φιλελεύθερη νοοτροπία τους, καταδίκαζαν τον δολοφόνο ενός μ. σε ισόβια εξορία και όχι σε θάνατο, όπως συνέβαινε με εκείνον που σκότωνε Αθηναίο πολίτη.
Ο θεσμός των μ. ανάγεται στην εποχή του Σόλωνα, ο οποίος εκχώρησε πολιτικά δικαιώματα στους πολιτικούς εξόριστους και σε όσους ειδικευμένους τεχνίτες επιθυμούσαν να εγκατασταθούν οικογενειακά στην Αθήνα. Γενικά οι μ. συνδέονταν άμεσα με τους δήμους, στους οποίους κατοικούσαν. Ο Περικλής με τον νόμο του 450 π.Χ., σχετικά με τη γνησιότητα των τέκνων, που είχαν και τους δύο γονείς Αθηναίους, επεδίωξε να εμποδίσει τη διείσδυση των μ. μεταξύ των γνήσιων Αθηναίων. Τον 4o αι. π.Χ., ο αριθμός των μ. ανερχόταν στις 10.000 (οι Αθηναίοι πολίτες ήταν 21.000) αλλά αυξήθηκε σταδιακά με τις απελευθερώσεις των δούλων. Μετά τον 4o αι. π.Χ. ο θεσμός εκφυλίστηκε και οι μ. ταυτίστηκαν με τους ξένους, που δικαιούνταν παραμονή, περιορισμένης χρονικής διάρκειας, στην Αθήνα.
Σε άλλες αρχαίες ελληνικές πόλεις, οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι αναφέρονται με ονομασίες, όπως έποικοι, σύνοικοι στην ελληνιστική εποχή, πάροικοι στην υστερορωμαϊκή και μετανάστες στον Μεσαίωνα.
* * *ο και η (ΑΜ μέτοικος)1. αυτός που διαμένει σε άλλον τόπο από εκείνον από τον οποίο κατάγεται2. (στην αρχαία Αθήνα) μόνιμος κάτοικος, ο οποίος καταγόταν από άλλη πόλη, ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει το μετοίκιο και να στρατεύεται, αλλά δεν είχε πολιτικά δικαιώματανεοελλ.ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής ομοιογένειας ριπιφορίδεςαρχ.1. (για πτηνά) αυτός που πετάει στον αιθέρα2. αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον, ο σύνοικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -οικος (< οἶκος), πρβλ. έν-οικος, κάτ-οικος].
Dictionary of Greek. 2013.